μάτιν

μάτιν
μάτιν, τὸ (Μ)
ιμάτιο, ένδυμα, ρούχο («κουντῶ τὸν συψωμήτην μου, σύρνω τον ἐκ τὸ μάτιν», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτι(ο)ν, με αποβολή τού αρκτικού άτονου -ι-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • μάτιον — Αρχαία πόλη της Κρήτης. Σύμφωνα με τον Ησύχιο και τον Φώτιο το Μ. βρισκόταν στα βόρεια παράλια του νησιού και επρόκειτο για μία μικρή πόλη, μάλλον περιορισμένης σπουδαιότητας. Ο Πλίνιος την τοποθετεί απέναντι από τη νησίδα Δίας και Α της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”